- ἐπικληρωτός
- ἐπικληρ-ωτός, όν,A assigned by lot,
δικαστήριον AB260
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δικαστήριον AB260
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικληρωτός — ἐπικληρωτός, όν (Α) αυτός που έχει οριστεί με κλήρο … Dictionary of Greek
ἐπικληρωτόν — ἐπικληρωτός assigned by lot masc/fem acc sg ἐπικληρωτός assigned by lot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)